απλήρωτος

απλήρωτος
-η, -ο (AM ἀπλήρωτος, -ον) [πληρώ]
μσν.- νεοελλ.
1. (για εργασία) αυτός που δεν πληρώνεται, ο χωρίς αμοιβή
2. (για αδικήματα) ο ατιμώρητος
3. άφθονος, ατέλειωτος
νεοελλ.
όποιος δεν έχει πληρωθεί, δεν έχει λάβει την αμοιβή που δικαιούται
αρχ.
1. ακόρεστος, άπληστος, αχόρταγος
2. αγέμιστος, ασυμπλήρωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απλήρωτος — απλήρωτος, η, ο και απλέρωτος, η, ο επίρρ. α 1. ανεξόφλητος: Είχε ένα λογαριασμό απλήρωτο. 2. αυτός που δε συμπληρώθηκε: Η θέση του καθηγητή των αγγλικών στη σχολή μας είναι ακόμη απλήρωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπλήρωτος — insatiable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπληρώτως — ἀπλήρωτος insatiable adverbial ἀπλήρωτος insatiable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλήρωτον — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem acc sg ἀπλήρωτος insatiable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπληρώτοιο — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπληρώτοις — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπληρώτοισιν — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπληρώτου — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπληρώτους — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπληρώτῳ — ἀπλήρωτος insatiable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”