- απλήρωτος
- -η, -ο (AM ἀπλήρωτος, -ον) [πληρώ]μσν.- νεοελλ.1. (για εργασία) αυτός που δεν πληρώνεται, ο χωρίς αμοιβή2. (για αδικήματα) ο ατιμώρητος3. άφθονος, ατέλειωτοςνεοελλ.όποιος δεν έχει πληρωθεί, δεν έχει λάβει την αμοιβή που δικαιούταιαρχ.1. ακόρεστος, άπληστος, αχόρταγος2. αγέμιστος, ασυμπλήρωτος.
Dictionary of Greek. 2013.